break off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας break off
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks off
αόριστος broke off
παθητική μετοχή broken off
ενεργητική μετοχή breaking off

Ετυμολογία

break off <  δείτε τις λέξεις break και off

Ρήμα

break off (en)

  1. (αμετάβατο) σπάζω, αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι ως αποτέλεσμα μιας δύναμης
    The handle of the jug broke off.
    Έσπασε το χέρι της κανάτας.
    Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
    Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
  2. κόβω, τεμαχίζω
  3. χωρίζω (για σχέσεις)
  4. σταματώ, διακόπτω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.