break off
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | break off |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks off |
| αόριστος | broke off |
| παθητική μετοχή | broken off |
| ενεργητική μετοχή | breaking off |
Ρήμα
break off (en)
- (αμετάβατο) σπάζω, αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι ως αποτέλεσμα μιας δύναμης
- ↪ The handle of the jug broke off.
- Έσπασε το χέρι της κανάτας.
- ↪ Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
- Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
- ↪ The handle of the jug broke off.
- κόβω, τεμαχίζω
- χωρίζω (για σχέσεις)
- σταματώ, διακόπτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.