διαχωρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαχωρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαχωρίζω < δια- + χωρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.xoˈɾi.zo/ & /ðʝa.xoˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαχωρίζω

Ρήμα

διαχωρίζω, αόρ.: διαχώρισα, παθ.φωνή: διαχωρίζομαι, π.αόρ.: διαχωρίστηκα, μτχ.π.π.: διαχωρισμένος

  1. ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από άλλο
    Πρέπει να διαχωριστεί το θέμα της κλωστικής κάνναβης από την ιατρική κάνναβη.
  2. διαιρώ, διαιρούμαι σε δύο ή περισσότερα μέρη
    το κύτταρο μορεί να διαχωριστεί σε άνισα μέρη
    Πρέπει να διαχωριστούν όλες οι ουσίες για να γίνει σωστή ανάλυση του δείγματος
  3. παίρνω απόσταση από την άποψη των άλλων
    Λυπάμαι, αλλά θα διαχωρίσω τη θέση μου, γιατί με άλλοθι το ρατσισμό ψηφίζεται ένα λογοκριτικό νομοσχέδιο.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαχωρίζω < δια- + χωρίζω
  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.