χωρίζομαι

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- χωρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χωρίζω

Ρήμα
χωρίζομαι
- διαιρούμαι, αποχωρίζομαι, με κάνουν να απομακρυνθώ από άλλους
- χωρίστηκαν αδέρφια, παιδιά από γονείς, αντρόγυνα, άλλος Αυστραλία, άλλος Αμερική, όπου εύρισκε δουλειά ο καθείς
![]()

Μεταφράσεις
χωρίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.