separate

Αγγλικά (en)

Επίθετο

separate (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. χωριστός, ανεξάρτητος, μη ενωμένος
    on a separate sheet of paper - σε μια χωριστή κόλλα
    on separate beds/bills - σε χωριστά κρεβάτια/σε χωριστοί λογαριασμοί
    a separate entrance - χωριστή είσοδος
    The car can be disassembled into many separate pieces.
    Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
  2. χωριστός, διαφορετικός
    on separate dates - σε χωριστές ημερομηνίες
    This is a separate matter.
    Αυτό είναι χωριστό θέμα.
    They each went their separate ways.
    Τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους ο καθένας.

Σύνθετα

Ρήμα

ενεστώτας separate
γ΄ ενικό ενεστώτα separates
αόριστος separated
παθητική μετοχή separated
ενεργητική μετοχή separating

separate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χωρίζω, ξεχωρίζω, διαιρώ, χωρίζω σε διάφορα μέρη ή ομάδες
    We separated the boys from the girls.
    Χωρίσαμε τα αγόρια από τα κορίτσια.
    I am separating the good apples from the bad.
    Ξεχωρίζω τα καλά μήλα από τα χαλασμένα.
    an area separated administratively into districts - περιοχή διαιρεμένη διοικητικά σε περιφέρειες
  2. (αμετάβατο) χωρίζω, διακόπτω μια σχέση ως ζευγάρι με τον άντρα, τη γυναίκα ή τον σύντροφό μου
    She separated from her boyfriend.
    Χώρισε με το αγόρι της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη break up
  3. (μαγειρική) κόβω (για σάλτσες, με την έννοια του ανεπιθύμητου αποτελέσματος)
  4. χωρίζω
  5. διαχωρίζω

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.