διαιρώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.eˈɾo/
Ρήμα
διαιρώ (παθητική φωνή: διαιρούμαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαιρώ | διαιρούσα | θα διαιρώ | να διαιρώ | διαιρώντας | |
| β' ενικ. | διαιρείς | διαιρούσες | θα διαιρείς | να διαιρείς | (διαίρει) | |
| γ' ενικ. | διαιρεί | διαιρούσε | θα διαιρεί | να διαιρεί | ||
| α' πληθ. | διαιρούμε | διαιρούσαμε | θα διαιρούμε | να διαιρούμε | ||
| β' πληθ. | διαιρείτε | διαιρούσατε | θα διαιρείτε | να διαιρείτε | διαιρείτε | |
| γ' πληθ. | διαιρούν(ε) | διαιρούσαν(ε) | θα διαιρούν(ε) | να διαιρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαίρεσα | θα διαιρέσω | να διαιρέσω | διαιρέσει | ||
| β' ενικ. | διαίρεσες | θα διαιρέσεις | να διαιρέσεις | διαίρεσε | ||
| γ' ενικ. | διαίρεσε | θα διαιρέσει | να διαιρέσει | |||
| α' πληθ. | διαιρέσαμε | θα διαιρέσουμε | να διαιρέσουμε | |||
| β' πληθ. | διαιρέσατε | θα διαιρέσετε | να διαιρέσετε | διαιρέστε | ||
| γ' πληθ. | διαίρεσαν διαιρέσαν(ε) |
θα διαιρέσουν(ε) | να διαιρέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαιρέσει | είχα διαιρέσει | θα έχω διαιρέσει | να έχω διαιρέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαιρέσει | είχες διαιρέσει | θα έχεις διαιρέσει | να έχεις διαιρέσει | έχε διαιρεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει διαιρέσει | είχε διαιρέσει | θα έχει διαιρέσει | να έχει διαιρέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαιρέσει | είχαμε διαιρέσει | θα έχουμε διαιρέσει | να έχουμε διαιρέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαιρέσει | είχατε διαιρέσει | θα έχετε διαιρέσει | να έχετε διαιρέσει | έχετε διαιρεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν διαιρέσει | είχαν διαιρέσει | θα έχουν διαιρέσει | να έχουν διαιρέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαιρεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαιρεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαιρεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαιρεμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαιρούμαι | διαιρούμουν | θα διαιρούμαι | να διαιρούμαι | ||
| β' ενικ. | διαιρείσαι | διαιρούσουν | θα διαιρείσαι | να διαιρείσαι | ||
| γ' ενικ. | διαιρείται | διαιρούνταν | θα διαιρείται | να διαιρείται | ||
| α' πληθ. | διαιρούμαστε | διαιρούμασταν διαιρούμαστε |
θα διαιρούμαστε | να διαιρούμαστε | ||
| β' πληθ. | διαιρείστε | διαιρούσασταν διαιρούσαστε |
θα διαιρείστε | να διαιρείστε | διαιρείστε | |
| γ' πληθ. | διαιρούνται | διαιρούνταν | θα διαιρούνται | να διαιρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαιρέθηκα | θα διαιρεθώ | να διαιρεθώ | διαιρεθεί | ||
| β' ενικ. | διαιρέθηκες | θα διαιρεθείς | να διαιρεθείς | διαιρέσου | ||
| γ' ενικ. | διαιρέθηκε | θα διαιρεθεί | να διαιρεθεί | |||
| α' πληθ. | διαιρεθήκαμε | θα διαιρεθούμε | να διαιρεθούμε | |||
| β' πληθ. | διαιρεθήκατε | θα διαιρεθείτε | να διαιρεθείτε | διαιρεθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαιρέθηκαν διαιρεθήκαν(ε) |
θα διαιρεθούν(ε) | να διαιρεθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαιρεθεί | είχα διαιρεθεί | θα έχω διαιρεθεί | να έχω διαιρεθεί | διαιρεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαιρεθεί | είχες διαιρεθεί | θα έχεις διαιρεθεί | να έχεις διαιρεθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαιρεθεί | είχε διαιρεθεί | θα έχει διαιρεθεί | να έχει διαιρεθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαιρεθεί | είχαμε διαιρεθεί | θα έχουμε διαιρεθεί | να έχουμε διαιρεθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαιρεθεί | είχατε διαιρεθεί | θα έχετε διαιρεθεί | να έχετε διαιρεθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαιρεθεί | είχαν διαιρεθεί | θα έχουν διαιρεθεί | να έχουν διαιρεθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.