αχώριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχώριστος η αχώριστη το αχώριστο
      γενική του αχώριστου της αχώριστης του αχώριστου
    αιτιατική τον αχώριστο την αχώριστη το αχώριστο
     κλητική αχώριστε αχώριστη αχώριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχώριστοι οι αχώριστες τα αχώριστα
      γενική των αχώριστων των αχώριστων των αχώριστων
    αιτιατική τους αχώριστους τις αχώριστες τα αχώριστα
     κλητική αχώριστοι αχώριστες αχώριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχώριστος < αρχαία ελληνική ἀχώριστος < α στερητικό και χωρίζω

Επίθετο

αχώριστος,η,ο

  • που δεν είναι δυνατόν τον χωρίσεις, αδιαίρετος

Εκφράσεις

  • αχώριστοι φίλοι: φίλοι που ό,τι κάνουν, το κάνουν μαζί ή που πάντως είναι πολύ στενά συνδεδεμένοι και συνήθως συνοδεύουν ο ένας τον άλλο σε πολλές δραστηριότητες
  • αχώριστα μόρια: μόρια που γραμματικά δεν στέκουν ανεξάρτητα και απαντούν μόνο σε σύνθετες λέξεις ( π.χ. το ξε στο ξεφορτώνω)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.