χωρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωρισμένος η χωρισμένη το χωρισμένο
      γενική του χωρισμένου της χωρισμένης του χωρισμένου
    αιτιατική τον χωρισμένο τη χωρισμένη το χωρισμένο
     κλητική χωρισμένε χωρισμένη χωρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωρισμένοι οι χωρισμένες τα χωρισμένα
      γενική των χωρισμένων των χωρισμένων των χωρισμένων
    αιτιατική τους χωρισμένους τις χωρισμένες τα χωρισμένα
     κλητική χωρισμένοι χωρισμένες χωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χωρισμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

χωρισμένος, -η, -ο

  1. που έχει χωριστεί
  2. (για συζύγους)
    1. που έχει χωρίσει, που δεν ζει πια μαζί με τον άλλο· (κατ’ επέκταση) που έχει πάρει διαζύγιο
    2. που έχει πάρει διαζύγιο
       συνώνυμα: διαζευγμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.