χωρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χωρισμένος | η | χωρισμένη | το | χωρισμένο |
| γενική | του | χωρισμένου | της | χωρισμένης | του | χωρισμένου |
| αιτιατική | τον | χωρισμένο | τη | χωρισμένη | το | χωρισμένο |
| κλητική | χωρισμένε | χωρισμένη | χωρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χωρισμένοι | οι | χωρισμένες | τα | χωρισμένα |
| γενική | των | χωρισμένων | των | χωρισμένων | των | χωρισμένων |
| αιτιατική | τους | χωρισμένους | τις | χωρισμένες | τα | χωρισμένα |
| κλητική | χωρισμένοι | χωρισμένες | χωρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χωρισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
χωρισμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις
χωρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.