Χωρίζοντες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Χωρίζοντες
      γενική των Χωριζόντων
    αιτιατική τους Χωρίζοντες
     κλητική Χωρίζοντες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «θεράπων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χωρίζοντες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Χωρίζοντες / χωρίζοντες, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής χωρίζων στον πληθυντικό του χωρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈɾi.zon.des/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χωρίζοντες

Κύριο όνομα

Χωρίζοντες αρσενικό

  • (φιλολογία) οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας (με γνωστούς τον Ελλάνικο και τον Ξένωνα) οι οποίοι θεωρούσαν ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν διαφορετικό συγγραφέα σε αντίθεση με άλλους φιλολόγους και λογίους της εποχής τους που απέδιδαν το έργο σε έναν

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Χωρίζοντες
      γενική τῶν Χωριζόντων
      δοτική τοῖς Χωρίζουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς Χωρίζοντᾰς
     κλητική ! Χωρίζοντες
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χωρίζοντες (ελληνιστική κοινή) χωρίζοντες: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής χωρίζων (αρχαία ελληνική ) στον πληθυντικό του χωρίζω· όρος του Πρόκλου

Ουσιαστικό

Χωρίζοντες / χωρίζοντες αρσενικό στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

  • (φιλολογία) οι Χωρίζοντες (εννοείται: γραμματικοί) που χώριζαν την απόδοση συγγραφής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας σε διαφορετικούς συγγραφείς
    χρειάζεται παράθεμα Procl. Chr. p.102 Allen

Η απόδοση του όρου:

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.