αποχωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.xoˈɾi.zo/
Συγγενικά
- αναποχώριστος
- αποχωρισμένος
- αποχωρισμός
- αποχωριστής
- αποχωριστικός
- → δείτε τις λέξεις από, χωρίζω και χώρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποχωρίζω | αποχώριζα | θα αποχωρίζω | να αποχωρίζω | αποχωρίζοντας | |
| β' ενικ. | αποχωρίζεις | αποχώριζες | θα αποχωρίζεις | να αποχωρίζεις | αποχώριζε | |
| γ' ενικ. | αποχωρίζει | αποχώριζε | θα αποχωρίζει | να αποχωρίζει | ||
| α' πληθ. | αποχωρίζουμε | αποχωρίζαμε | θα αποχωρίζουμε | να αποχωρίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποχωρίζετε | αποχωρίζατε | θα αποχωρίζετε | να αποχωρίζετε | αποχωρίζετε | |
| γ' πληθ. | αποχωρίζουν(ε) | αποχώριζαν αποχωρίζαν(ε) |
θα αποχωρίζουν(ε) | να αποχωρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποχώρισα | θα αποχωρίσω | να αποχωρίσω | αποχωρίσει | ||
| β' ενικ. | αποχώρισες | θα αποχωρίσεις | να αποχωρίσεις | αποχώρισε | ||
| γ' ενικ. | αποχώρισε | θα αποχωρίσει | να αποχωρίσει | |||
| α' πληθ. | αποχωρίσαμε | θα αποχωρίσουμε | να αποχωρίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποχωρίσατε | θα αποχωρίσετε | να αποχωρίσετε | αποχωρίστε | ||
| γ' πληθ. | αποχώρισαν αποχωρίσαν(ε) |
θα αποχωρίσουν(ε) | να αποχωρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποχωρίσει | είχα αποχωρίσει | θα έχω αποχωρίσει | να έχω αποχωρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποχωρίσει | είχες αποχωρίσει | θα έχεις αποχωρίσει | να έχεις αποχωρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποχωρίσει | είχε αποχωρίσει | θα έχει αποχωρίσει | να έχει αποχωρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποχωρίσει | είχαμε αποχωρίσει | θα έχουμε αποχωρίσει | να έχουμε αποχωρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποχωρίσει | είχατε αποχωρίσει | θα έχετε αποχωρίσει | να έχετε αποχωρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποχωρίσει | είχαν αποχωρίσει | θα έχουν αποχωρίσει | να έχουν αποχωρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.