απασχολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απασχολώ < ελληνιστική κοινή ἀπασχολέω / ἀπασχολῶ < ἀπό + αρχαία ελληνική ἀσχολέω < ἀ- + σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)
Ρήμα
απασχολώ, πρτ.: απασχολούσα, στ.μέλλ.: θα απασχολήσω, αόρ.: απασχόλησα, παθ.φωνή: απασχολούμαι, μτχ.π.π.: απασχολημένος
Συγγενικά
- αναπασχόλητος
- απασχολημένος
- απασχόληση
- απασχολήσιμος
- απασχολούμενος
- ασχόλημα
- ασχόληση
- αυταπασχόληση
- αυταπασχολούμαι
- αυταπασχολούμενος
- υπεραπασχόληση
- υποαπασχόληση
- υποαπασχολούμαι
- → δείτε τις λέξεις ασχολία και έχω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απασχολώ | απασχολούσα | θα απασχολώ | να απασχολώ | απασχολώντας | |
| β' ενικ. | απασχολείς | απασχολούσες | θα απασχολείς | να απασχολείς | (απασχόλει) | |
| γ' ενικ. | απασχολεί | απασχολούσε | θα απασχολεί | να απασχολεί | ||
| α' πληθ. | απασχολούμε | απασχολούσαμε | θα απασχολούμε | να απασχολούμε | ||
| β' πληθ. | απασχολείτε | απασχολούσατε | θα απασχολείτε | να απασχολείτε | απασχολείτε | |
| γ' πληθ. | απασχολούν(ε) | απασχολούσαν(ε) | θα απασχολούν(ε) | να απασχολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απασχόλησα | θα απασχολήσω | να απασχολήσω | απασχολήσει | ||
| β' ενικ. | απασχόλησες | θα απασχολήσεις | να απασχολήσεις | απασχόλησε | ||
| γ' ενικ. | απασχόλησε | θα απασχολήσει | να απασχολήσει | |||
| α' πληθ. | απασχολήσαμε | θα απασχολήσουμε | να απασχολήσουμε | |||
| β' πληθ. | απασχολήσατε | θα απασχολήσετε | να απασχολήσετε | απασχολήστε | ||
| γ' πληθ. | απασχόλησαν απασχολήσαν(ε) |
θα απασχολήσουν(ε) | να απασχολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απασχολήσει | είχα απασχολήσει | θα έχω απασχολήσει | να έχω απασχολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απασχολήσει | είχες απασχολήσει | θα έχεις απασχολήσει | να έχεις απασχολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απασχολήσει | είχε απασχολήσει | θα έχει απασχολήσει | να έχει απασχολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απασχολήσει | είχαμε απασχολήσει | θα έχουμε απασχολήσει | να έχουμε απασχολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απασχολήσει | είχατε απασχολήσει | θα έχετε απασχολήσει | να έχετε απασχολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απασχολήσει | είχαν απασχολήσει | θα έχουν απασχολήσει | να έχουν απασχολήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.