δύσχρηστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δύσχρηστος | η | δύσχρηστη | το | δύσχρηστο |
| γενική | του | δύσχρηστου | της | δύσχρηστης | του | δύσχρηστου |
| αιτιατική | τον | δύσχρηστο | τη | δύσχρηστη | το | δύσχρηστο |
| κλητική | δύσχρηστε | δύσχρηστη | δύσχρηστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δύσχρηστοι | οι | δύσχρηστες | τα | δύσχρηστα |
| γενική | των | δύσχρηστων | των | δύσχρηστων | των | δύσχρηστων |
| αιτιατική | τους | δύσχρηστους | τις | δύσχρηστες | τα | δύσχρηστα |
| κλητική | δύσχρηστοι | δύσχρηστες | δύσχρηστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δύσχρηστος < αρχαία ελληνική δύσχρηστος
Επίθετο
δύσχρηστος
- που δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί ή είναι εύκολο αλλά παρουσιάζει πιθανή επικινδυνότητα ή προβλήματα σε εφαρμογές και καταλήγει δύσχρηστο επειδή ακριβώς είναι δύσκολο να αποτρέψεις τους δευτερογενείς κινδύνους ή τα προβλήματα
- ο γερανός φαίνεται δύσχρηστο και επικίνδυνο μηχάνημα, αλλά αν έχεις εκπαιδευτεί στους χειρισμούς και έχεις βασικές γνώσεις...
- είναι καινούργιο κι ακριβό και όμορφο κινητό, αλλά ακούω ότι είναι δυσχρηστο
- πρωτοποριακό λογισμικό αλλά δύσχρηστο
- (κατ’ επέκταση) που χρησιμοποιείται σπάνια
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δύσχρηστος < δυσ- + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.