-ποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-ποιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ποιῶ, συνηρημένου τύπου του -ποιέω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ποιώ

Επίθημα

-ποιώ

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιώ στο Βικιλεξικό

δείτε επίσης

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιῶ στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιέω, -ποιῶ στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • -ποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.