χρηστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρηστικός | η | χρηστική | το | χρηστικό |
| γενική | του | χρηστικού | της | χρηστικής | του | χρηστικού |
| αιτιατική | τον | χρηστικό | τη | χρηστική | το | χρηστικό |
| κλητική | χρηστικέ | χρηστική | χρηστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρηστικοί | οι | χρηστικές | τα | χρηστικά |
| γενική | των | χρηστικών | των | χρηστικών | των | χρηστικών |
| αιτιατική | τους | χρηστικούς | τις | χρηστικές | τα | χρηστικά |
| κλητική | χρηστικοί | χρηστικές | χρηστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
χρηστικός, ή, -ο
- που είναι κατάλληλος για χρήση
- που μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί σε καθημερινή βάση
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χρηστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.