εύχρηστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύχρηστος | η | εύχρηστη | το | εύχρηστο |
| γενική | του | εύχρηστου | της | εύχρηστης | του | εύχρηστου |
| αιτιατική | τον | εύχρηστο | την | εύχρηστη | το | εύχρηστο |
| κλητική | εύχρηστε | εύχρηστη | εύχρηστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύχρηστοι | οι | εύχρηστες | τα | εύχρηστα |
| γενική | των | εύχρηστων | των | εύχρηστων | των | εύχρηστων |
| αιτιατική | τους | εύχρηστους | τις | εύχρηστες | τα | εύχρηστα |
| κλητική | εύχρηστοι | εύχρηστες | εύχρηστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύχρηστος < αρχαία ελληνική εὔχρηστος < εὖ + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια άχρηστος, δύσχρηστος, κοινόχρηστος)
Επίθετο
εύχρηστος, -η, -ο
- ευχρησιμοποίητος, ευχρησιμοποιούμενος, εύκολος στην χρήση - εφαρμογή
- που αποτελεί βασικό πρακτικό εργαλείο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εύχρηστος
|
εύκολος στην χρήση
απολύτως απαραίτητο, βασικό πρακτικό εργαλείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.