ιλαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιλαρός | η | ιλαρή | το | ιλαρό |
| γενική | του | ιλαρού | της | ιλαρής | του | ιλαρού |
| αιτιατική | τον | ιλαρό | την | ιλαρή | το | ιλαρό |
| κλητική | ιλαρέ | ιλαρή | ιλαρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιλαροί | οι | ιλαρές | τα | ιλαρά |
| γενική | των | ιλαρών | των | ιλαρών | των | ιλαρών |
| αιτιατική | τους | ιλαρούς | τις | ιλαρές | τα | ιλαρά |
| κλητική | ιλαροί | ιλαρές | ιλαρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιλαρός < αρχαία ελληνική ἱλαρός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.