στενοχωρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στενοχωρημένος | η | στενοχωρημένη | το | στενοχωρημένο |
| γενική | του | στενοχωρημένου | της | στενοχωρημένης | του | στενοχωρημένου |
| αιτιατική | τον | στενοχωρημένο | τη | στενοχωρημένη | το | στενοχωρημένο |
| κλητική | στενοχωρημένε | στενοχωρημένη | στενοχωρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στενοχωρημένοι | οι | στενοχωρημένες | τα | στενοχωρημένα |
| γενική | των | στενοχωρημένων | των | στενοχωρημένων | των | στενοχωρημένων |
| αιτιατική | τους | στενοχωρημένους | τις | στενοχωρημένες | τα | στενοχωρημένα |
| κλητική | στενοχωρημένοι | στενοχωρημένες | στενοχωρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στενοχωρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στενοχωριέμαι / στενοχωρούμαι
Συγγενικά
- στενοχώρια
- στενοχωρέω (αρχ. ελλ.)
- στενοχωρώ
- στεναχωρώ
- στεναχωριέμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.