mutlu
Τουρκικά (tr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mutˈɫu/
Επίθετο
mutlu (tr)
- ευτυχισμένος, χαρούμενος
- ↪ istediğini aldın, şimdi mutlu musun? — έχεις αυτό που θέλεις, είσαι ευτυχισμένος τώρα;
- ≈ συνώνυμα: bahtiyar, berhudar, mesut, saadetli (όλα είναι παρωχημένα)
- ευτυχής, χαρούμενος, που προκαλεί ευτυχία
- ↪ mutlu bir olay — ένα χαρούμενο περιστατικό
- καλός, πρώτο συνθετικό σε φράσεις και λέξεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.