πασίχαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασίχαρος η πασίχαρη το πασίχαρο
      γενική του πασίχαρου της πασίχαρης του πασίχαρου
    αιτιατική τον πασίχαρο την πασίχαρη το πασίχαρο
     κλητική πασίχαρε πασίχαρη πασίχαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασίχαροι οι πασίχαρες τα πασίχαρα
      γενική των πασίχαρων των πασίχαρων των πασίχαρων
    αιτιατική τους πασίχαρους τις πασίχαρες τα πασίχαρα
     κλητική πασίχαροι πασίχαρες πασίχαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πασίχαρος < πασί- (< αρχαία ελληνική πᾶς) + χαρ- (< χαίρομαι) + -ος

Επίθετο

πασίχαρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.