φρόνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φρόνημα | τα | φρονήματα |
| γενική | του | φρονήματος | των | φρονημάτων |
| αιτιατική | το | φρόνημα | τα | φρονήματα |
| κλητική | φρόνημα | φρονήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φρόνημα < αρχαία ελληνική φρόνημα < φρονέω / φρονῶ
Ουσιαστικό
φρόνημα ουδέτερο
- πεποιθήσεις, πολιτική ιδεολογία συνήθως (μεταπολεμικά), αλλά και κάθε άποψη, τοποθέτηση, βιοθεωρία, κοσμοθεωρία
- Δεν προσλάμβαναν τον πατέρα του πουθενά, λόγω των αριστερών φρονημάτων του
- ...η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος... (Αλεξ. Παπαδιαμάντης, εφημ. Ακρόπολις, 1896)
- η αυτοπεποίθηση, το ηθικό (λαού, στρατού κ.λπ.)
- Όλοι οι αθλητές είχαν υψηλό φρόνημα
Εκφράσεις
- πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων : η βεβαίωση ότι κάποιος δεν είναι κομμουνιστής ή σοσιαλιστής -χρειαζόταν μεταπολεμικά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 για να προσληφθεί κάποιος στο ελληνικό δημόσιο
Μεταφράσεις
πεποιθήσεις
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φρόνημα ουδέτερο
Συνώνυμα
- βούλησις , σθένος
Συγγενικά
- φρονηματίας : που έχει υψηλό φρόνημα
- φρόνησις : σκέψη, άποψη
- φρόνιμος : που εχει σώας τας φρένας
- φροντίς : η μέριμνα
- φροντίζω
- φροντιστήριον : το σπουδαστήριο
- φροντιστής : που μελετά σε βάθος, φιλοσοφεί
- φρονητέον
- φρόνις-εως : η σύνεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.