αυτοπεποίθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπεποίθηση οι αυτοπεποιθήσεις
      γενική της αυτοπεποίθησης* των αυτοπεποιθήσεων
    αιτιατική την αυτοπεποίθηση τις αυτοπεποιθήσεις
     κλητική αυτοπεποίθηση αυτοπεποιθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπεποιθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπεποίθηση < αυτο- + πεποίθηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-confidence

Ουσιαστικό

αυτοπεποίθηση θηλυκό

  1. η πίστη κάποιου στον εαυτό του, ότι μπορεί να καταφέρει κάτι
    Ο Γιώργος έχει διαβάσει πολύ καλά για τις εξετάσεις, αλλά δυστυχώς του λείπει η αυτοπεποίθηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.