conception
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
conception < απώτερη αρχή, η λατινική conceptio
Προφορά
- ΔΦΑ : /kənˈsɛp.ʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
conception (en)
Αντώνυμα
- misconception
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
conception < λατινική conceptio
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔ̃.sɛp.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| conception | conceptions |
conception (fr) θηλυκό
- η ικανότητα σχηματισμού νοητικών αφαιρέσεων, η αντίληψη
- η επινόηση, η σύλληψη
- η κύηση (εμβρύου)
- η εκπόνηση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη concevoir
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.