φρόνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φρόνησῐς | αἱ | φρονήσεις |
| γενική | τῆς | φρονήσεως | τῶν | φρονήσεων |
| δοτική | τῇ | φρονήσει | ταῖς | φρονήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | φρόνησῐν | τὰς | φρονήσεις |
| κλητική ὦ! | φρόνησῐ | φρονήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρονήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φρονησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
- ἀφρόνησις
- αὐτοφρόνησις
- καταφρόνησις
- περιφρόνησις
- συμφρόνησις
- ὑπερφρόνησις
- φιλοφρόνησις
Πηγές
- φρόνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρόνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.