φρονέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | φρονέω | |
| Παρατατικός | ἐφρόνουν | |
| Μέλλοντας | φρονήσω | |
| Αόριστος | ἐφρόνησα | |
| Παρακείμενος | πεφρόνηκα | |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
φρονέω-φρονῶ
- γνωρίζω
- σκέφτομαι, διανοούμαι, νομίζω
- έχω σώας τα φρένας, είμαι με τα καλά μου
- ζω
- ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ᾽ ἐλέησον : βοήθησέ με τον δύστυχο όσο είμαι ακόμα ζωντανός
- συμφωνώ
- οἳ ἔτι τὰ ἐκείνου ἐφρόνεον... : αυτοί που μέχρι τότε ήταν με το μέρος εκείνου, συμφωνούσαν με εκείνον... (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 162)
- μετὰ δὲ οὐ πολλὸν χρόνον τὠυτὸ φρονήσαντες... : σύντομα συμφώνησαν μεαξύ τους και... (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 1, 60)
Εκφράσεις
- μέγα φρονεῖν : υψηλές ιδέες, μεγάλες ιδέες, ακμαίο ηθικό, υπερηφάνεια
- εὖ φρονεῖν : σωστή σκέψη ή σκέφτομαι θετικά για κάποιον/κάτι
- σμικρὸν φρονεῖν πεσμένο ηθικό
- τὸ φρονεῖν : η σύνεση, η κατανόηση
Σύνθετα
- ἀγανοφρονέω
- ἀλλοφρονέω
- ἀναφρονέω (ξαναβρίσκω τα λογικά μου και το ξανασκέφτομαι)
- ἀντιφρονέω
- καταφρονέω
- ὁμοφρονέω
- παραφρονέω
- περιφρονέω
- ὑπερφρονέω
Συνώνυμα
- οἴομαι
- ἡγοῦμαι
- βουλεύομαι
- σκοπῶ και σκοποῦμαι
- ἐπαίρομαι
- ἀλαζονεύομαι
Πηγές
- φρονέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρονέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.