φροντίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φροντίς | αἱ | φροντίδες |
| γενική | τῆς | φροντίδος | τῶν | φροντίδων |
| δοτική | τῇ | φροντίδῐ | ταῖς | φροντίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | φροντίδᾰ | τὰς | φροντίδᾰς |
| κλητική ὦ! | φροντίς* | φροντίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φροντίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φροντίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φροντίς < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- φροντίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φροντίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.