φροντιστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φροντιστήριον | τὰ | φροντιστήριᾰ |
| γενική | τοῦ | φροντιστηρίου | τῶν | φροντιστηρίων |
| δοτική | τῷ | φροντιστηρίῳ | τοῖς | φροντιστηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | φροντιστήριον | τὰ | φροντιστήριᾰ |
| κλητική ὦ! | φροντιστήριον | φροντιστήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φροντιστηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φροντιστηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φροντιστήριον < φροντίζω, φροντισ- + -τήριον [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: φροντιστήριο
Ουσιαστικό
φροντιστήριον, -ου ουδέτερο
- χώρος στοχασμού, διαλογισμού, μελέτης
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι
- στίχ. 94 Ψυχῶν σοφῶν τοῦτ᾿ ἐστὶ φροντιστήριον
- στίχ. 142 (141-142) ἐγὼ γὰρ οὑτοσὶ ἥκω μαθητὴς εἰς τὸ φροντιστήριον
- (ελληνιστική σημασία , εκπαίδευση) χώρος διαλέξεων, μαθημάτων, σχολή, σπουδαστήριο
Αναφορές
- s.v. φροντίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φροντιστήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φροντιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.