φθινόπωρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φθινόπωρο | τα | φθινόπωρα |
| γενική | του | φθινόπωρου & φθινοπώρου |
των | φθινόπωρων & φθινοπώρων |
| αιτιατική | το | φθινόπωρο | τα | φθινόπωρα |
| κλητική | φθινόπωρο | φθινόπωρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πίνακας του Νικολά Πουσέν «Το φθινόπωρο (autumn)»
Ετυμολογία
- φθινόπωρο < αρχαία ελληνική φθινόπωρον φθίνω (=λιγοστεύω) + ὀπώρα (=φρούτο)
Συνώνυμα
- χινόπωρο
- μεθόπωρο/μετόπωρο
Συγγενικά
- φθινοπωριάζει
- φθινοπώριασμα
- φθινοπωριάτικα
- φθινοπωριάτικος
- φθινοπωρινός
- → δείτε τις λέξεις φθίνω και οπώρα
-
φθινόπωρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
φθινόπωρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.