λιγοστεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
λιγοστεύω
- Κοίταξε να λιγοστέψεις τα τσιγάρα που καπνίζεις!
- (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι, ελαττώνομαι.
- Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ο κόσμος λιγόστευε.
- λιγεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.