ὀπώρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὀπώρᾱ | αἱ | ὀπῶραι |
| γενική | τῆς | ὀπώρᾱς | τῶν | ὀπωρῶν |
| δοτική | τῇ | ὀπώρᾳ | ταῖς | ὀπώραις |
| αιτιατική | τὴν | ὀπώρᾱν | τὰς | ὀπώρᾱς |
| κλητική ὦ! | ὀπώρᾱ | ὀπῶραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀπώρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀπώραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὀπώρα < *ὀποσάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eser < *h₁esen
Ουσιαστικό
ὀπώρα θηλυκό
- ιωνικός τύπος : ὀπώρη
- ὀπάρα
- ὁπώρα
Συγγενικά
- ὀπωρίζω
- ὀπωρινός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.