ὀπώρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀπώρ αἱ ὀπῶραι
      γενική τῆς ὀπώρᾱς τῶν ὀπωρῶν
      δοτική τῇ ὀπώρ ταῖς ὀπώραις
    αιτιατική τὴν ὀπώρᾱν τὰς ὀπώρᾱς
     κλητική ! ὀπώρ ὀπῶραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀπώρ
γεν-δοτ τοῖν  ὀπώραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀπώρα < *ὀποσάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eser < *h₁esen

Ουσιαστικό

ὀπώρα θηλυκό

  1. το διάστημα από μέσα ή τέλη Ιουλίου μέχρι τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, δηλαδή το δεύτερο μισό του θέρους ή το διάστημα από την ανατολή του Σείριου μέχρι την ανατολή του Αρκτούρου.
  2. το φρούτο
    γλαυκῆς ὀπώρας... ἐαρινὴ ὀπώρα
  3. (μεταφορικά) ακμή ηλικίας, ηλικία έρωτα και αναπαραγωγής

  • ιωνικός τύπος: ὀπώρη
  • ὀπάρα
  • ὁπώρα

Συγγενικά

  • ὀπωρίζω
  • ὀπωρινός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.