φθινοπωριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθινοπωριάτικος η φθινοπωριάτικη το φθινοπωριάτικο
      γενική του φθινοπωριάτικου της φθινοπωριάτικης του φθινοπωριάτικου
    αιτιατική τον φθινοπωριάτικο τη φθινοπωριάτικη το φθινοπωριάτικο
     κλητική φθινοπωριάτικε φθινοπωριάτικη φθινοπωριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθινοπωριάτικοι οι φθινοπωριάτικες τα φθινοπωριάτικα
      γενική των φθινοπωριάτικων των φθινοπωριάτικων των φθινοπωριάτικων
    αιτιατική τους φθινοπωριάτικους τις φθινοπωριάτικες τα φθινοπωριάτικα
     κλητική φθινοπωριάτικοι φθινοπωριάτικες φθινοπωριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φθινοπωριάτικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

φθινοπωριάτικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.