μαντζουριανά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | μαντζουριανά | ||
| γενική | των | μαντζουριανών | ||
| αιτιατική | τα | μαντζουριανά | ||
| κλητική | μαντζουριανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαντζουριανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) της Μαντζουρίας. Γράφεται με κάθετη γραφή του δικού της αλφαβήτου και μεταγράφεται και με λατινικό αλφάβητο
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: mnc
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.