φθίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
φθίνω
- μειώνομαι, ελαττώνομαι
- Φθίνων μηνίσκος (μία από τις φάσεις της Σελήνης)
- χάνω τις δυνάμεις μου, παρακμάζω
- φθίνω επαγγελματικά και δε βρίσκω δουλειά, αλλά δε βγάζω και σύνταξη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φθίνω < θέμα φθι- + πρόσφυμα ν
Ρήμα
φθίνω και φθίω και φθινάω και φθινέω και (ποιητ.) φθινύθω
- λιγοστεύω, ελαττώνομαι, χάνομαι
- φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ (εξαιτίας ασθένειας)
- σελήνη αὐξανομένη καὶ φθίνουσα
- φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα(οι ημέρες)
- τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει
- (μεταφορικά) χάνομαι ή κάτι που χάνεται
- μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω (μην αφήσεις να πάει χαμένη η ζωή σου)
- έχω φυματίωση (η μετοχή)
- οἱ φθίνοντες
- πεθαίνω, σκοτώνομαι
- πρὸς φίλου ἔφθισο
- ἐν πολέμῳ φθίμενον
- για τον προσδιορισμό της ημέρας, της ώρας
- πρίν κεν νὺξ φθῖτο και
- μὴν φθίνων (το τελευταίο δεκαήμερο) αλλά στον Όμηρο το δεύτερο δεκαπενθήμερο
Συγγενικά
Σύνθετα
- ἀποφθίνω πάω χαμένος εντελώς
- φθινόπωρον
- φθινόκαρπος (το δέντρο που δεν καρποφορεί)
- ὁ, ἡ φθισήνωρ φθισήνορος (φθίω +ἀνήρ : αυτός/ή που καταστρέφει/σκοτώνει άνδρες)
- ὁ, ἡ φθισίμβροτος τό φθισίμβροτον (φθίω +βροτός : που φονεύει ανθρώπους)
Κλήση
Στον Όμηρο φθίω ο ενεστώτας και ἔφθιον ο παρατατικός. Επίσης στον Όμηρο το ι του ενεστώτα μακρό, στους άλλους βραχύ.
| Ενεστώτας | φθίνω |
|---|---|
| Παρατατικός | ἔφθινον |
| Μέλλοντας | φθ(ε)ίσω |
| Αόριστος β' | ἔφθ(ε)ισα |
| Παρακείμενος | ἔφθικα |
| Ενεστώτας | φθινάω |
|---|---|
| Μέλλοντας | φθινήσω |
| Αόριστος β' | ἐφθίνησα |
| Παρακείμενος | ἐφθίνηκα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
