φεγγάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγάρι τα φεγγάρια
      γενική του φεγγαριού των φεγγαριών
    αιτιατική το φεγγάρι τα φεγγάρια
     κλητική φεγγάρι φεγγάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το φεγγάρι μας, η Σελήνη.

Ετυμολογία

φεγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /feŋˈɡa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φεγγάρι

Ουσιαστικό

φεγγάρι ουδέτερο

  1. (δορυφόρος) το ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από τη Γη
     συνώνυμα: η Σελήνη
  2. (κατ’ επέκταση) το φως που προέρχεται από το φεγγάρι
     συνώνυμα: φέγγος
  3. (δορυφόρος) δορυφόρος σε τροχιά γύρω από άλλο πλανήτη
    Ο Άρης έχει δύο φεγγάρια: τον Φόβο και τον Δείμο.
  4. ένας σεληνιακός μήνας (περίπου 29 μέρες)

Εκφράσεις

  • (είμαι) με τα φεγγάρια μου, έχω τα φεγγάρια μου
  • πάνε φεγγάρια που... δε σε είδα

Συγγενικά

με φεγγαρ-, -φεγγαρ

 και δείτε τις λέξεις φέγγω και φέγγος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φεγγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φεγγάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

φεγγάρι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του φεγγάριν  και δείτε τη λέξη φεγγάριον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.