φεγγάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φεγγάρι | τα | φεγγάρια |
| γενική | του | φεγγαριού | των | φεγγαριών |
| αιτιατική | το | φεγγάρι | τα | φεγγάρια |
| κλητική | φεγγάρι | φεγγάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το φεγγάρι μας, η Σελήνη.
Ετυμολογία
- φεγγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φεγγάρι(ν) < φεγγάριον, υποκοριστικό του αρχαίου φέγγος [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /feŋˈɡa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φεγ‐γά‐ρι
Ουσιαστικό
φεγγάρι ουδέτερο
Εκφράσεις
- (είμαι) με τα φεγγάρια μου, έχω τα φεγγάρια μου
- πάνε φεγγάρια που... δε σε είδα
Συγγενικά
- φεγγαράκι
- φέγγαρος
με φεγγαρ-, -φεγγαρ
- αλλαξοφεγγαριά
- ασημοφέγγαρο
- αφέγγαρος
- αχνοφέγγαρο
- μισοφέγγαρο
- ξεφεγγαρώνει
- φεγγαράδα
- φεγγαριάζομαι
- φεγγαριάρης
- φεγγάριασμα
- φεγγαριασμένος
- φεγγαριάτικο
- φεγγαριάτικος
- φεγγαρίσιος
- φεγγαροβραδιά
- φεγγαρογεμισιά
- φεγγαροκυρά
- φεγγαρόλουστος
- φεγγαρομαγουλάτος
- φεγγαρομέτωπος
- φεγγαροντυμένος
- φεγγαροπρόσωπος
- φεγγαροστολισμένος
- φεγγαροφώτιστος
- φεγγαρόφωτο
- φεγγαρόφωτος
- φεγγαροχτυπημένος
- Λέξεις με φεγγαρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- σελήνη, Σελήνη
-
φεγγάρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
το φεγγάρι της Γης
|
→ δείτε τη λέξη Σελήνη |
Αναφορές
- φεγγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φεγγάρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.