φεγγαρίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεγγαρίσιος η φεγγαρίσια το φεγγαρίσιο
      γενική του φεγγαρίσιου της φεγγαρίσιας του φεγγαρίσιου
    αιτιατική τον φεγγαρίσιο τη φεγγαρίσια το φεγγαρίσιο
     κλητική φεγγαρίσιε φεγγαρίσια φεγγαρίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεγγαρίσιοι οι φεγγαρίσιες τα φεγγαρίσια
      γενική των φεγγαρίσιων των φεγγαρίσιων των φεγγαρίσιων
    αιτιατική τους φεγγαρίσιους τις φεγγαρίσιες τα φεγγαρίσια
     κλητική φεγγαρίσιοι φεγγαρίσιες φεγγαρίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φεγγαρίσιος < φεγγάρ(ι) + -ίσιος

Επίθετο

φεγγαρίσιος, -α, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.