αφέγγαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφέγγαρος | η | αφέγγαρη | το | αφέγγαρο |
| γενική | του | αφέγγαρου | της | αφέγγαρης | του | αφέγγαρου |
| αιτιατική | τον | αφέγγαρο | την | αφέγγαρη | το | αφέγγαρο |
| κλητική | αφέγγαρε | αφέγγαρη | αφέγγαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφέγγαροι | οι | αφέγγαρες | τα | αφέγγαρα |
| γενική | των | αφέγγαρων | των | αφέγγαρων | των | αφέγγαρων |
| αιτιατική | τους | αφέγγαρους | τις | αφέγγαρες | τα | αφέγγαρα |
| κλητική | αφέγγαροι | αφέγγαρες | αφέγγαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αφέγγαρος, -η, -ο
- που δεν έχει φεγγάρι, χωρίς να έχει κάνει την εμφάνισή του το φεγγάρι
- Τ' άστρα έφεγγαν καθαρά κι ολόχρυσα στο φθινοπωριάτικο ουρανό, αλλά τα παράθυρα του παλατιού ήταν τόσο φωτισμένα, που έξω η αφέγγαρη νύχτα φαίνουνταν πιο σκοτεινή. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αφέγγαρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.