φεγγαριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φεγγαριάτικος η φεγγαριάτικη το φεγγαριάτικο
      γενική του φεγγαριάτικου της φεγγαριάτικης του φεγγαριάτικου
    αιτιατική τον φεγγαριάτικο τη φεγγαριάτικη το φεγγαριάτικο
     κλητική φεγγαριάτικε φεγγαριάτικη φεγγαριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φεγγαριάτικοι οι φεγγαριάτικες τα φεγγαριάτικα
      γενική των φεγγαριάτικων των φεγγαριάτικων των φεγγαριάτικων
    αιτιατική τους φεγγαριάτικους τις φεγγαριάτικες τα φεγγαριάτικα
     κλητική φεγγαριάτικοι φεγγαριάτικες φεγγαριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φεγγαριάτικος < φεγγάρ(ι) + -ιάτικος

Επίθετο

φεγγαριάτικος, -η, -ο (λαϊκό)

  1. που έχει σχέση με το φεγγάρι
  2. που έχει επιληψία, επιληπτικός, σεληνιασμένος
  3. που συμπεριφέρεται παράξενα, ιδιότροπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.