σεληνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σεληνιακός | η | σεληνιακή | το | σεληνιακό |
| γενική | του | σεληνιακού | της | σεληνιακής | του | σεληνιακού |
| αιτιατική | τον | σεληνιακό | τη | σεληνιακή | το | σεληνιακό |
| κλητική | σεληνιακέ | σεληνιακή | σεληνιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σεληνιακοί | οι | σεληνιακές | τα | σεληνιακά |
| γενική | των | σεληνιακών | των | σεληνιακών | των | σεληνιακών |
| αιτιατική | τους | σεληνιακούς | τις | σεληνιακές | τα | σεληνιακά |
| κλητική | σεληνιακοί | σεληνιακές | σεληνιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σεληνιακός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεληνιακός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.li.ni.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λη‐νι‐α‐κός
Συνώνυμα
Σύνθετα
- ημισεληνιακός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σεληνιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σεληνιακός | ἡ | σεληνιακή | τὸ | σεληνιακόν |
| γενική | τοῦ | σεληνιακοῦ | τῆς | σεληνιακῆς | τοῦ | σεληνιακοῦ |
| δοτική | τῷ | σεληνιακῷ | τῇ | σεληνιακῇ | τῷ | σεληνιακῷ |
| αιτιατική | τὸν | σεληνιακόν | τὴν | σεληνιακήν | τὸ | σεληνιακόν |
| κλητική ὦ! | σεληνιακέ | σεληνιακή | σεληνιακόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σεληνιακοί | αἱ | σεληνιακαί | τὰ | σεληνιακᾰ́ |
| γενική | τῶν | σεληνιακῶν | τῶν | σεληνιακῶν | τῶν | σεληνιακῶν |
| δοτική | τοῖς | σεληνιακοῖς | ταῖς | σεληνιακαῖς | τοῖς | σεληνιακοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σεληνιακούς | τὰς | σεληνιακᾱ́ς | τὰ | σεληνιακᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σεληνιακοί | σεληνιακαί | σεληνιακᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σεληνιακώ | τὼ | σεληνιακᾱ́ | τὼ | σεληνιακώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σεληνιακοῖν | τοῖν | σεληνιακαῖν | τοῖν | σεληνιακοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σεληνιακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεληνιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.