φεγγάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φεγγάριον: αρχαία ελληνική φέγγ(ος) (σεληνόφως) + κατάληξη υποκοριστικού -άριον

Ουσιαστικό

φεγγάριον ουδέτερο

Συγγενικά

  • (καθαρεύουσα)   18ος αιώνας - Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Α΄
    Πρέπει πρῶτον νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἀδελφοί μου, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσον μεγάλην γῆν καὶ κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ὀψάρια, ἀέρα, νύκτα καὶ ἡμέραν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.