φεγγάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- φεγγάριον: αρχαία ελληνική φέγγ(ος) (σεληνόφως) + κατάληξη υποκοριστικού -άριον
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φέγγος
- (καθαρεύουσα) ※ 18ος αιώνας - Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Α΄
- Πρέπει πρῶτον νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἀδελφοί μου, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσον μεγάλην γῆν καὶ κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ὀψάρια, ἀέρα, νύκτα καὶ ἡμέραν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον.
Πηγές
- φεγγάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.