μισοφέγγαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μισοφέγγαρο τα μισοφέγγαρα
      γενική του μισοφέγγαρου των μισοφέγγαρων
    αιτιατική το μισοφέγγαρο τα μισοφέγγαρα
     κλητική μισοφέγγαρο μισοφέγγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισοφέγγαρο < μισο- (<μισός) + φεγγάρι

Ουσιαστικό

μισοφέγγαρο ουδέτερο

  • φάση του φεγγαριού κατά την οποία είναι φωτισμένο μόνο μικρό μέρος του, αφήνοντας ορατό ένα μικρό μόνο τμήμα, έναν στενό μηνίσκο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.