φεγγαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φεγγαράκι τα φεγγαράκια
      γενική
    αιτιατική το φεγγαράκι τα φεγγαράκια
     κλητική φεγγαράκι φεγγαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φεγγαράκι < φεγγάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

φεγγαράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό φεγγάρι
     αντώνυμα: φέγγαρος (λαϊκό)
  2. τρυφερά, ποιητικά το φεγγάρι
      χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν μ' αγάπαγες λιγάκι, θα' ταν όλα αληθινά (στίχοι τραγουδιού: Νίκος Γκάτσος, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις)
      φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ (δημοτικό)
  3. γλυκόλογο
    φεγγαράκι μου!

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φεγγάρι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.