αντέκταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντέκταση | οι | αντεκτάσεις |
| γενική | της | αντέκτασης* | των | αντεκτάσεων |
| αιτιατική | την | αντέκταση | τις | αντεκτάσεις |
| κλητική | αντέκταση | αντεκτάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντεκτάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντέκταση < αντ- + έκταση < (ελληνιστική κοινή) ἔκτασις (μετατροπή βραχείας συλλαβής σε μακρά) < αρχαία ελληνική ἔκτασις < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εrsatzdehnung
Ουσιαστικό
αντέκταση θηλυκό
- (γραμματική) η μετατροπή ενός βραχύχρονου φωνήεντος που βρίσκεται πριν από ορισμένο συμφωνικό σύμπλεγμα (π.χ. ντ, νς), στο αντίστοιχο μακρό ή στη νόθο δίφθογγο ου, αφού προηγηθεί απλοποίηση ή και πλήρης αποβολή του συμπλέγματος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.