φάκελο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάκελο τα φάκελα
      γενική του φάκελου
& φακέλου
των φάκελων
& φακέλων
    αιτιατική το φάκελο τα φάκελα
     κλητική φάκελο φάκελα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάκελο < φάκελος

Ουσιαστικό

φάκελο ουδέτερο

  1. (ανεπίσημο) ο χάρτινος φάκελος
    μας τελειώσανε τα φάκελα, πήγαινε να πάρεις μερικά για να στείλουμε την αλληλογραφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.