φάκελο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φάκελο | τα | φάκελα |
| γενική | του | φάκελου & φακέλου |
των | φάκελων & φακέλων |
| αιτιατική | το | φάκελο | τα | φάκελα |
| κλητική | φάκελο | φάκελα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάκελο < φάκελος
Ουσιαστικό
φάκελο ουδέτερο
- (ανεπίσημο) ο χάρτινος φάκελος
- μας τελειώσανε τα φάκελα, πήγαινε να πάρεις μερικά για να στείλουμε την αλληλογραφία
Μεταφράσεις
φάκελο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.