αποστολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστολή οι αποστολές
      γενική της αποστολής των αποστολών
    αιτιατική την αποστολή τις αποστολές
     κλητική αποστολή αποστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστολή και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mission[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.stoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποστολή

Ουσιαστικό

αποστολή θηλυκό

  1. η ανάθεση σε άτομο ή άτομα συγκεκριμένης ενέργειας, συνήθως επίσημης ή σχετικά περίπλοκης ή απαιτητικής σε υπευθυνότητα. Επίσης η ανάθεση έργου που ίσως χρειάζεται να διεκπεραιωθεί κάπου μακριά
  2. η ανάθεση σε υπηρεσία (π.χ. στα ΕΛΤΑ) ή σε πρόσωπο να μεταφέρει ένα αντικείμενο και η διεκπεραίωση της μεταφοράς. Το αντικείμενο της αποστολής "Καταμέτρηση των αποστολών".
  3. η αντιπροσωπεία αυτή καθαυτή "Η αποστολή του ΟΗΕ για τις διαπραγματεύσεις έφτασε όταν πια δεν είχε νόημα".
  4. ο βασικός σκοπός ύπαρξης εταιρείας "Αποστολή, Αρχές, Αξίες και Πολιτικές".

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.