φακελάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φακελάκι | τα | φακελάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | φακελάκι | τα | φακελάκια |
| κλητική | φακελάκι | φακελάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φακελάκι < φάκελ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.ceˈla.ci/
Ουσιαστικό
φακελάκι ουδέτερο (πληθυντικός φακελάκια)
- υποκοριστικό του φάκελος
- (ειδικότερα) συσκευασία που περιέχει κάποιο προϊόν σε μικρή ποσότητα ή σε ποσότητα που αντιστοιχεί σε μία δόση
- θα ήθελα δύο φακελάκια από αυτό το καινούριο φάρμακο για τον πονοκέφαλο
- (μεταφορικά) χρήματα που χρησιμοποιούνται για δωροδοκία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.