φακελώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φακελώνω < φάκελος + -ώνω

Ρήμα

φακελώνω, πρτ.: φακέλωνα, στ.μέλλ.: θα φακελώσω, αόρ.: φακέλωσα, παθ.φωνή: φακελώνομαι, μτχ.π.π.: φακελωμένος

  1. βάζω ένα έγγραφο, π.χ επιστολή, μέσα σε φάκελο
  2. δημιουργώ ένα φάκελο αρχείου, με έγγραφα ή ηλεκτρονικό, για ένα συγκεκριμένο άτομο και καταχωρίζω εκεί όλες τις πληροφορίες που έχουν σχέση με το άτομό του· η λέξη χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για τη δραστηριότητα δημόσιων αρχών που παρακολουθούν άτομα λόγω των φρονημάτων τους
    Eιδικά μέσω των στοιχείων που ζητούνται για τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας ή δανείου οι τράπεζες φακελώνουν το πού μένουμε και το πού δουλεύουμε, τι αποδοχές έχουμε, εάν διαθέτουμε αυτοκίνητο, μηχανή ή σκάφος και εάν είχαμε υψηλά ιατρικά έξοδα. (εφημερίδα Καθημερινή, 27-07-2003)
    η αστυνομία στη μετεμφυλιακή Ελλάδα φακέλωνε συστηματικά όλους τους πολίτες με αριστερά πολιτικά φρονήματα

Σημειώσεις

  • η χρήση της λέξης έχει συχνά αρνητική σημασία, καθώς υπονοεί ότι η τήρηση ενός τέτοιου αρχείου είναι δυνατόν να αντιβαίνει στην αρχή του απαραβίαστου της προσωπικής ζωής

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.