κλασέρ
Νέα ελληνικά (el)

Ένα κλασέρ.
Ετυμολογία
- κλασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική classeur
Ουσιαστικό
κλασέρ ουδέτερο άκλιτο
- χαρτοφύλακας για την ταξινόμηση εγγράφων με μηχανισμό που δέχεται τρυπημένα φύλλα χαρτιού
- βάλε ετικέτες στα κλασέρ σου για να βρίσκεις εύκολα τα έγγραφά σου

Ο μηχανισμός ενός κλασέρ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.