φάκελλος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfa.ce.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φάκ‐κε‐λος
Ουσιαστικό
φάκελλος αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο φάκελλος)
Μεταφράσεις
φάκελλος
|
→ δείτε τη λέξη φάκελος |
Αναφορές
- «φάκελος (παλαιότερα ορθό φάκελλος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «φάκελ(λ)ος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φάκελλος | οἱ | φάκελλοι |
| γενική | τοῦ | φακέλλου | τῶν | φακέλλων |
| δοτική | τῷ | φακέλλῳ | τοῖς | φακέλλοις |
| αιτιατική | τὸν | φάκελλον | τοὺς | φακέλλους |
| κλητική ὦ! | φάκελλε | φάκελλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φακέλλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φακέλλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- φάκελλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.