υψηλόμισθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψηλόμισθος η υψηλόμισθη το υψηλόμισθο
      γενική του υψηλόμισθου της υψηλόμισθης του υψηλόμισθου
    αιτιατική τον υψηλόμισθο την υψηλόμισθη το υψηλόμισθο
     κλητική υψηλόμισθε υψηλόμισθη υψηλόμισθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψηλόμισθοι οι υψηλόμισθες τα υψηλόμισθα
      γενική των υψηλόμισθων των υψηλόμισθων των υψηλόμισθων
    αιτιατική τους υψηλόμισθους τις υψηλόμισθες τα υψηλόμισθα
     κλητική υψηλόμισθοι υψηλόμισθες υψηλόμισθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υψηλόμισθος < υψηλός + -ο- + μισθός

Επίθετο

υψηλόμισθος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.