υψηλόφρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υψηλόφρων & υψηλόφρονας |
η | υψηλόφρων | το | υψηλόφρον |
| γενική | του | υψηλόφρονος & υψηλόφρονα |
της | υψηλόφρονος | του | υψηλόφρονος |
| αιτιατική | τον | υψηλόφρονα | την | υψηλόφρονα | το | υψηλόφρον |
| κλητική | υψηλόφρων & υψηλόφρονα |
υψηλόφρων | υψηλόφρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υψηλόφρονες | οι | υψηλόφρονες | τα | υψηλόφρονα |
| γενική | των | υψηλοφρόνων | των | υψηλοφρόνων | των | υψηλοφρόνων |
| αιτιατική | τους | υψηλόφρονες | τις | υψηλόφρονες | τα | υψηλόφρονα |
| κλητική | υψηλόφρονες | υψηλόφρονες | υψηλόφρονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υψηλόφρων < αρχαία ελληνική ὑψηλόφρων < ὑψηλός + φρονέω (< φρήν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.psiˈlo.fɾon/
Επίθετο
υψηλόφρων, -ων, -ον
- (λόγιο) που επιδεικνύει μεγαλοψυχία και ευγένεια στις σκέψεις, επιδιώξεις και πράξεις του
Μεταφράσεις
υψηλόφρων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.