υψηλόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψηλόφωνος η υψηλόφωνη το υψηλόφωνο
      γενική του υψηλόφωνου της υψηλόφωνης του υψηλόφωνου
    αιτιατική τον υψηλόφωνο την υψηλόφωνη το υψηλόφωνο
     κλητική υψηλόφωνε υψηλόφωνη υψηλόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψηλόφωνοι οι υψηλόφωνες τα υψηλόφωνα
      γενική των υψηλόφωνων των υψηλόφωνων των υψηλόφωνων
    αιτιατική τους υψηλόφωνους τις υψηλόφωνες τα υψηλόφωνα
     κλητική υψηλόφωνοι υψηλόφωνες υψηλόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υψηλόφωνος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υψηλόφωνος, -η, -ο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.