υψηλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υψηλότητα οι υψηλότητες
      γενική της υψηλότητας των υψηλοτήτων
    αιτιατική την υψηλότητα τις υψηλότητες
     κλητική υψηλότητα υψηλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υψηλότητα <  δείτε τη λέξη Υψηλότητα

Ουσιαστικό

υψηλότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.